οὐρήσῃς

οὐρήσῃς
οὐρέω
make water
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… …   Dictionary of Greek

  • ενούρηση — Ακούσια εκροή ούρων. Η ε. διακρίνεται από την ακράτεια, η οποία αφορά την απώλεια ελέγχου του σφιγκτήρα της ουροδόχου κύστης από παθολογικά αίτια. Ο όρος ε. χρησιμοποιείται στην παιδιατρική για την ακούσια αποβολή των ούρων κατά τον νυχτερινό… …   Dictionary of Greek

  • κυστίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου κύστης. Είναι συχνή πάθηση, μερικές φορές πρωτοπαθής, συχνότερα όμως δευτεροπαθής, και παρουσιάζεται ως συνέπεια άλλων βλαβών που εντοπίζονται στην ίδια την κύστη ή σε άλλα όργανα που βρίσκονται σε έμμεση ή… …   Dictionary of Greek

  • ορθοκυστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο ορθό και στην ουροδόχο κύστη 2. φρ. ιατρ. α) «ορθοκυστικό συρίγγιο» η μη φυσιολογική επικοινωνία μεταξύ ορθού και ουροδόχου κύστεως β) «ορθοκυστικές διαταραχές» διαταραχές τής αφόδευσης και τής ούρησης, που… …   Dictionary of Greek

  • ούρημα — το (Α οὔρημα) [ουρώ] το προϊόν τής ούρησης, το ούρο …   Dictionary of Greek

  • προβάδην — Α επίρρ. 1. περπατώντας μπροστά («μήτ ἐν ὁδῷ μήτ ἐκτὸς ὁδοῡ προβάδην οὐρήσῃς», Ησίοδ.) 2. μτφ. βαθμηδόν, βαθμιαία 3. φρ. «προβάδην ἐξάγω» οδηγώ προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβαίνω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. κατα βάδην, περι βάδην), βλ. και λ …   Dictionary of Greek

  • προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… …   Dictionary of Greek

  • προστατισμός — ο, Ν ιατρ. το σύνολο τών κλινικών σημείων που σχετίζονται με την ύπαρξη αδενώματος τού προστάτη και, κυρίως, το σύνολο τών διαταραχών τής ούρησης, όπως είναι η δυσουρία, η νυκτερινή συχνουρία, η εξασθένηση τής ακτίνας τών ούρων, η επιτακτική… …   Dictionary of Greek

  • συχνουρία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τής ούρησης που χαρακτηρίζεται από πολύ συχνή αποβολή μικρής ποσότητας ούρων και η οποία μπορεί να οφείλεται σε προφανή φυσιολογικά ή παθολογικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + ουρία (< ουρώ), πρβλ. ισχ ουρία] …   Dictionary of Greek

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”